- χριστήριον
- χριστήριονunguentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χριστήριον — τὸ, Α εκκλ. φιάλη μύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ τού χρίω* «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ χρῑσ α) + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek
χριστηρίοις — χριστήριον unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστήρια — χριστήριον unguent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)